Σαμουήλ

Σαμουήλ
I
Ο τελευταίος κριτής του Ισραήλ· έζησε γύρω στα μέσα του 11ου αι. π.Χ. Η μητέρα του, Άννα, που ήταν στείρα, πέτυχε τη γέννησή του με την προσευχή και τον αφιέρωσε στον Κύριο. Μετά την κλήση του στο αξίωμα του κριτή, πολέμησε νικηφόρα κατά των Φιλισταίων, το σπουδαιότερο όμως έργο του είχε θρησκευτικό χαρακτήρα. Συγκατατέθηκε στην απαίτηση του λαού να εκλέξει βασιλιά και έχρισε αρχικά το Σαούλ και ύστερα, μαζί με την απόρριψη του τελευταίου αυτού, το Δαβίδ.
Δύο βιβλία της Παλαιάς Διαθήκης φέρουν το όνομά του κατά το μασοριτικό κείμενο, ενώ στην ελληνική μετάφραση των O’ και στη Βουλγάτα φέρον τον τίτλο A’ και B’ Βασιλειών, αλλά αποκλείεται να είναι ο συγγραφέας τους: τα A’ και B’ Σαμουήλ αφηγούνται την ιστορία του Ισραήλ από την ίδρυση της μοναρχίας ως τα τέλη της βασιλείας του Δαβίδ. Πρόκειται για ένα συμπίλημα διάφορων πηγών, με περικοπές μεγάλης ιστορικής και φιλολογικής αξίας (όπως π.χ. η Προσευχή της Άννας), μερικές από τις οποίες είναι σύγχρονες με τα γεγονότα που αφηγούνται τα βιβλία. Σύμφωνα με την παράδοση ο Σ. πέθανε πολύ γέρος και μετά το θάνατό του εμφανίστηκε στο βασιλιά Σαούλ, προλέγοντας του την ήττα και το θάνατό του. Υπήρξε προφήτης με φλογερή πίστη και ζήλο ο Ιερεμίας τον θεωρεί ως το μεγαλύτερο μετά το Μωυσή.
II
Τσάρος των Βουλγάρων (976-1014). Ήταν γιος του βοεβόδα Νικόλαου, ο οποίος επαναστάτησε εναντίον της βυζαντινής κυριαρχίας και μαζί με άλλους Βούλγαρους αξιωματούχους επιδίωξε την ανασύσταση του βουλγαρικού βασιλείου. Λίγο μετά την άνοδό του στο θρόνο, ο Σ. οργάνωσε πολεμικές επιχειρήσεις εναντίον γειτονικών περιοχών της Βυζαντινής αυτοκρατορίας και κυρίευσε τη Μακεδονία, (εκτός από τη Θεσσαλονίκη), την Ήπειρο, τη Θεσσαλία και τμήμα της Στερεάς Ελλάδας. Όταν όμως πληροφορήθηκε την εισβολή βυζαντινών στρατευμάτων στη Βουλγαρία, αναγκάστηκε να σταματήσει την εκστρατεία και να γυρίσει στη χώρα του. Εξαιτίας των στρατιωτικών επιτυχιών του, απόχτησε φήμη και δύναμη και το 980 αναγνωρίστηκε τσάρος των Βουλγάρων. Τον επόμενο χρόνο, ο βυζαντινός αυτοκράτορας Βασίλειος B’, επιστρέφοντας στο Βυζάντιο από την εκστρατεία του στη Σόφια, έπεσε σε ενέδρα του Σ. στις διαβάσεις του Αίμου, νικήθηκε και υποχώρησε στη Φιλιππούπολη. Μερικά χρόνια αργότερα, οι Βούλγαροι εισβάλανε και πάλι στα βυζαντινά εδάφη και το 995 έφτασαν ως την Πελοπόννησο. Εναντίον του στάλθηκε ο στρατηγός Νικηφόρος Ουρανός, ο οποίος στη μάχη που έγινε το 996 κοντά στο Σπερχειό ποταμό, τους προκάλεσε αληθινή πανωλεθρία. Από τότε οι πολεμικές επιχειρήσεις περιορίστηκαν κυρίως στο έδαφος της Μακεδονίας. Το 1002 ο Σ. νικήθηκε και πάλι κοντά στον Αξιό ποταμό και το 1014 ο στρατός του αποδεκατίστηκε από τις δυνάμεις του στρατηγού Νικηφόρου Ξιφία, στην περίφημη μάχη που έγινε κοντά στο Κλειδί. Ο Σ. σώθηκε, την τελευταία στιγμή και κατόρθωσε να καταφύγει στο Πρίλαπο, όπου πέθανε.
III
Μοναχός και αγωνιστής του Σουλίου. Έζησε στο τέλος του 18ου και στις αρχές του 19ου αι. Καταγόταν από το χωριό Γουριάνιστα της Παραμυθιάς ή, όπως ισχυρίζονται μερικοί, από κάποιο χωριό της Άνδρου. Σύμφωνα με μαρτυρίες του ίδιου, διατέλεσε μαθητής του Κοσμά του Αιτωλού. Όταν το 1803, ο Αλή πασάς κατάλαβε το Σούλι, πολλοί Σουλιώτες και ανάμεσα τους ο Σ., καταφύγανε στη μονή της Αγίας Παρασκευής, που βρισκόταν στο φρούριο Κούγκι. Αργότερα, εξαιτίας κυρίως της έλλειψης νερού και τροφίμων, ήρθαν σε συνεννόηση με τον εχθρό, που δέχτηκε να εγκαταλείψουν το φρούριο με τα όπλα τους, και τα πράγματα τους. Μετά την αποχώρηση των Σουλιωτών, στη μονή της Αγίας Παρασκευής έμεινε ο Σ. με άλλους τέσσερις, πιθανότατα με σκοπό την εκπλήρωση κάποιων όρων της συμφωνίας. Όταν όμως ο γραμματέας του Αλή πληροφόρησε το Σ. και τους Σουλιώτες, ότι οι τουρκαλβανοΐ σκόπευαν να τους δολοφονήσουν, κλείστηκαν στη μικρή εκκλησία της μονής την οποία ανατίναξαν τη στιγμή που αρκετοί εχθροί αποπειράθηκαν να την καταλάβουν. Έτσι, μαζί με το μοναχό και τους συντρόφους του, βρήκαν το θάνατο και τουρκαλβανοί.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • Σαμουήλ A’ — Πατριάρχης Κωνσταντινούπολης (1700 1775). Το κοσμικό του όνομα ήταν Σκαρλάτος Χατζερής και αρχικά διατέλεσε μητροπολίτης Δέρκων. Έγινε πατριάρχης το 1763 άλλα πέντε χρόνια αργότερα εξορίστηκε στο Άγιο Όρος. Έμεινε εκεί ως το 1773, οπότε… …   Dictionary of Greek

  • Άγκνον, Σαμουήλ Ιωσήφ — (Μπούκρατς Γαλικίας 1888 – Ιερουσαλήμ 1970). Λογοτεχνικό ψευδώνυμο του Ισραηλινού συγγραφέα Σαμουήλ Ιωσήφ Κζάκζες. Άρχισε να γράφει αρκετά νέος διηγήματα και ποιήματα στη γίντις, στην Ιερουσαλήμ. Το 1912 δημοσίευσε το πρώτο του μυθιστόρημα… …   Dictionary of Greek

  • Αβραάμ Αμπουλαφία μπεν Σαμουήλ — (Τολέδο ή Σαραγόσα 1240 – 1292).Ισπανοεβραίος καβαλιστής. Υπήρξε φύση ανήσυχη και τυχοδιωκτική. Σπούδασε όλες τις γνωστές επιστήμες της εποχής του και μελέτησε ιδιαίτερα το Ταλμούδ (την ιουδαϊκή παράδοση της Βίβλου) και τη φιλοσοφία του Μαϊμονίδη …   Dictionary of Greek

  • Κύπριος, Σαμουήλ ο Μεσημβρίας — (Κύπρος 1782 – Κωνσταντινούπολη 1855). Λόγιος. Διετέλεσε διευθυντής του πατριαρχικού τυπογραφείου και το 1820 διευθυντής της Πατριαρχικής Ακαδημίας. Το 1830 χειροτονήθηκε μητροπολίτης Προκοννήσου και το 1835 μετατέθηκε στη Μεσημβρία. Έπειτα από… …   Dictionary of Greek

  • Μαρσάκ, Σαμουήλ Γιακόβλεβιτς — (Samuel Iakovlevich Marshak, Boρονέζ 1887 – Μόσχα 1964). Ρώσος ποιητής, συγγραφέας και μεταφραστής. Υπήρξε φίλος του Μαξίμ Γκόρκι και αρχικά σπούδασε στην Πετρούπολη και στη συνέχεια στο Λονδίνο. Ξεκίνησε τη σταδιοδρομία του ως δημοσιογράφος, ενώ …   Dictionary of Greek

  • Ραιμάρους, Ερμάνος-Σαμουήλ — (Reimarus, 1694 – 1768). Γερμανός φιλόσοφος, μαθητής του Λάιμπνιτς και δάσκαλος του Καντ. Σπούδασε σε διάφορα πανεπιστήμια και επισκέφθηκε πολλές χώρες. Ασχολήθηκε επίσης και με τις φυσικές επιστήμες και υπήρξε από τους πρώτους θιασώτες της… …   Dictionary of Greek

  • Ραχέλ, Σαμουήλ — (Rachel, 1628 – 1691). Γερμανός νομομαθής. Διετέλεσε καθηγητής στα πανεπιστήμια του Χέλμστατ και του Κιέλου καθώς και σύμβουλος του δούκα του Χόλσταϊν, Χριστιανού Αλβέρτου. Το 1676 δημοσίευσε την πραγματεία του Το φυσικό δίκαιο και οι άνθρωποι,… …   Dictionary of Greek

  • Ρέινμπεργκ, Σαμουήλ Αρόνοβιτς — (1897 – 1966). Σοβιετικός ακτινολόγος. Καθηγητής και διδάκτορας των ιατρικών επιστημών. Αποφοίτησε από το Ιατρικό Ινστιτούτο του Λένινγκραντ (1921). Υπήρξε οργανωτής της πρώτης στον κόσμο έδρας παιδικής ακτινολογίας, στο Παιδιατρικό Ινστιτούτο… …   Dictionary of Greek

  • βασίλειος — I Όνομα δύο Βυζαντινών αυτοκρατόρων. 1. Β. Α’ ο Μακεδών (813; 886). Βυζαντινός αυτοκράτορας (867 886) που εγκαινίασε τη μακεδονική δυναστεία. Ο Β., άσημης καταγωγής και αμόρφωτος, που η σωματική του ρώμη και η εξαιρετική ιππευτική του ικανότητα… …   Dictionary of Greek

  • Μακεδονία — Ιστορική γεωγραφική περιοχή (34.203 τ. χλμ., 2.424.764 κάτ.) της Βόρειας Ελλάδας, της οποίας καταλαμβάνει το μεγαλύτερο μέρος. Εκτείνεται μεταξύ της οροσειράς της Πίνδου στα Δ, που τη χωρίζει από την Ήπειρο, και του ποταμού Νέστου στα Α, που τη… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”